-
1 εκπονεω
1) вырабатывать, выделывать, изготовлять или сооружать(τὸ ναυτικόν Thuc.)
2) заготовлять, добывать(σῖτα Xen.)
3) строить, воздвигать(ὑψηλὰ τείχη Arph.)
4) разрабатывать, отделывать(τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου Thuc.; ὅπλα εἰς κόσμον ἐκπεπονημένα Xen.; ἐκπεπονημένα διαγράμματα Plat.)
5) обрабатывать, формировать(τέν ὕλην Plut.)
6) обрабатывать, возделывать(ἐπιτακτὸν μέτρον Pind.; χωρίον ἐκπεπονημένον Plut.)
ἐκπονεῖσθαι ποτὴ σπόρον Theocr. — возделываться под посев7) перерабатывать, переваривать(τέν δίαιταν Xen.; τέν τροφήν Arst.)
8) украшать, наряжать(ἄγαλμα πέπλοισι Eur.)
9) проделывать, совершать(δολιχὰν τρίβον Anth.; ἀέθλους Theocr.)
ἐ. τὸν βίον Eur. — вести суровую жизнь10) переделывать, превращать(τινα μαλθακὸν σιδαρίω Theocr. - v. l. ἐξ ποιέω)
11) исполнять, выполнять(τὰ ἐντεταλμένα, med. τάδε Eur.)
ἐφ΄ ᾧ τετάγμεθ΄ ἐκπονήσομεν (pl. = sing.) Eur. — я сделаю то, что мне приказано12) изыскивать(ξυνῇ ἐ. ἄκη Aesch.)
13) добиваться, разыскивать(τέν τεκοῦσαν Eur.)
μνηστεύματα γυναικός τινος ἐ. Eur. — добиваться руки какой-л. женщины14) заботитьсяτῶν ἐκδήμων φίλων ἐ. τύχας Eur. — заботиться о судьбе отсутствующих друзей;
ἐκπονεῖσθαι περὴ τὰς τροφὰς τῶν τέκνων Arst. — заботиться о пропитании детей15) давать тщательное образование, обучать, учить(τινα Eur.)
πεζοὴ ἐκπεπονημένοι Xen. — (хорошо) обученные пехотинцы;τὸ τὰ σώματα ἐκπεπονῆσθαι Xen. — физическая закаленность, выносливость;τῷ σώματι ἐ. Xen. — быть приученным к физическому труду16) прилежно заниматься, усиленно изучать(τὰ πρὸς πόλεμον Xen.; τὰς ὀρχήσεις Polyb.)
17) тяжело работать, усердно трудиться(μαθεῖν τι Plut.)
παρ΄ ἀσπίδα ἐ. Eur. — нести военные тяготы18) мучить, изнурять(ἐκπονηθεὴς περὴ ταῦτα и ἐκπονούμενος ταῖς φροντίσι Plut.)
19) заставлять, понуждать(τινα ποιεῖν τι Eur.)
20) отклонять, отвращать, удалять(θάνατόν τινος Eur.)
См. также в других словарях:
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek
προσμάχομαι — Α 1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου 2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.) 3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι» … Dictionary of Greek
Αλέξανδρος ο Μέγας — (Πέλλα 356 – Βαβυλώνα 323 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας (336–323), γιος του Φιλίππου B’ και της Ολυμπιάδας, κόρης του βασιλιά των Μολοσσών της Ηπείρου Νεοπτολέμου. Προικισμένος με σπάνια σωματική αντοχή και δύναμη (που του επέτρεψε να γυμνάσει… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek